πλουτώνιο

πλουτώνιο
Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των υπερουρανικών-ακτινιδών. Εχει σύμβολο Pu και ατομικό αριθμό 94. Απομονώθηκε και παρασκευάστηκε από τον Κένεντι Μακ Μίλαν, τον Σίμποργκ και τον Βαλ του πανεπιστήμιου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας. Είναι γνωστά διάφορα ισότοπα του, με μαζικό αριθμό από 232 ως 246· το πιο ενδιαφέρον από αυτά είναι το Pu 239, που το ανακάλυψαν το 1941 και το παρήγαγαν σε ευρεία βιομηχανική κλίμακα στις εγκαταστάσεις του Χάνφορντ (ΗΠΑ) και ύστερα σε άλλες εγκαταστάσεις στην Αφρική, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία. Το ισότοπο 239, με περίοδο υποδιπλασιασμού περίπου 24.000 έτη, είναι το μοναδικό του οποίου η ύπαρξη έχει πιστοποιηθεί σε φυσικά προϊόντα. Το Pu 242 έχει περίοδο υποδιπλασιασμού μακρότερη από τα άλλα (μισό εκατομμύριο έτη) και γι’ αυτό χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό των χημικών ιδιοτήτων του στοιχείου. Το π. είναι μέταλλο αργυρόλευκο, πολύ ηλεκτροθετικό, με σημείο τήξης 639°C, πυκνότητα κυμαινόμενη από 15,92 ως 19,73, ανάλογα με τις έξι αλλοτροπικές μορφές του. Οι χημικές του ιδιότητες είναι όμοιες με του ουρανίου, από το οποίο μπορεί να διαχωριστεί με χημικό τρόπο. Το ισότοπο 238 του ουρανίου μετασχηματίζεται σε π. σε ειδικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες. Είναι γνωστές πολυάριθμες ενώσεις στις οποίες το π. συμπεριφέρεται ως τρισθενές ή τετρασθενές. Από τα οξείδια του σταθερότερο και καταλληλότερο για τη δοσιμέτρηση του στοιχείου είναι το PuO2. To π. σχηματίζει κράματα με το βηρύλλιο, μόλυβδο, ουράνιο, χρώμιο, μαγγάνιο, σίδηρο, νικέλιο και όσμιο. Η τεράστια σημασία του π. προέρχεται από την ιδιότητά του να υφίσταται πυρηνική σχάση και να έχει πυρήνα ευαίσθητο ακόμα και στα βραδέα νετρόνια· η εφαρμογή του όμως είναι περιορισμένη εξαιτίας της υψηλής τοξικότητας του στοιχείου. Το π. χρησιμοποιείται ως εκρηκτικό και στους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Τμήμα πυρηνικού εργοστασίου στο Σέφιλντ της Αγγλίας, όπου αντικυκλώνεται χρησιμοποιημένο πλουτώνιο για παραγωγή ενέργειας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυρηνικός αντιδραστήρας — Συσκευή η οποία επιτρέπει την ελεγχόμενη εξέλιξη μιας αλυσιδωτής πυρηνικής αντίδρασης, κατά την οποία πραγματοποιείται σχάση του ουρανίου ή άλλων σχάσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα παραγωγή ενεργείας (πυρήνας ατομικός) και ενός μεγάλου αριθμού… …   Dictionary of Greek

  • πλουτώνιος — ια, ιο, και πλουτώνείος, εια, ειο / πλουτώνιος, ία, ον και πλουτώνείος, εία, ειον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλούτωνα νεοελλ. 1. αυτός που συντελείται στα έγκατα τής γης, ενδογήινος 2. ο αναφερόμενος στον πλουτωνισμό 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια …   Dictionary of Greek

  • αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • κιμπερλίτης — Πυριγενές πέτρωμα που μπορεί να καταταγεί στην οικογένεια των περιδοτιτών, με ιστό όμως καθαρά πορφυριτικό. Τα συστατικά του, που μοιάζουν με αυτά των περιδοτιτών, είναι κυρίως ολιβίνης, βιοτίτης, πυρόξενοι και γρανάτες (πυρωπόν). Από… …   Dictionary of Greek

  • μικρογρανίτης — ο (πετρογρ.) μικροκρυσταλλικό πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο έχει την ίδια ορυκτολογική σύσταση με τον γρανίτη, αλλά διαφορετικό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microgranite < micro (βλ. μικρ[ο] ) + granite (< γρανίτης)] …   Dictionary of Greek

  • μικροδιορίτης — ο (πετρογρ.) μικροκρυσταλλικό πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα το οποίο έχει την ίδια ορυκτολογική σύσταση με τον διορίτη, αλλά διαφορετικό ιστό …   Dictionary of Greek

  • μονζονίτης — Συηνιτικό πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από ορθόκλαστα, πλαγιόκλαστα και αυγίτη (πυρόξενοι): το τελευταίο αυτό ορυκτό χαρακτηρίζει το πέτρωμα. Άλλα δευτερεύοντα ορυκτά του είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη, ο χαλαζίας κλπ. Ο τυπικός μ. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”